συναμφιβολεύς

συναμφιβολεύς
-έως, ὁ, Α
ο σύντροφος στο ψάρεμα, αυτός που ψαρεύει μαζί με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἀμφιβολεύς «ψαράς, αλιέας»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”